- πάλλω
- (ΑΜ πάλλω)1. κάνω κάτι να κινείται παλινδρομικά και γρήγορα, κινώ κάτι παλμικά, σείω, κραδαίνω, δονώ (α. «πάλλω τη χορδή» β. «λόγχην πατρός... χερσὶ πάλλων», Ευρ.)2. εκτελώ παλμική κίνηση, δονούμαι, κραδαίνομαι3. μέσ. πάλλομαικινούμαι ρυθμικά και ομοιόμορφα (α. «πάλλεται το δόρυ» β. «πέπαλταί μοι φίλον κέαρ», Αισχύλ.)νεοελλ.1. (για την καρδιά) κινούμαι ρυθμικά, χτυπώ παλμικά2. φρ. «παλλόμενος αστέρας» — το πάλσαραρχ.1. (σχετικά με παιδί) χορεύω στα χέρια2. κινώ κάτι δυνατά, τραντάζω («Νὺξ ὄχημ' ἔπαλλεν», Ευρ.)3. ρίχνω κλήρο4. (για ψάρι) σπαρταρώ5. αναπηδώ, ανατινάσσομαι, ασπαίρω, χοροπηδώ6. τρέμω, φρικιώ, σείομαι7. μέσ. α) λαμβάνω κάτι με κλήρο ή ρίχνω κλήρο για κάτιβ) ταλαντεύομαιγ) τρέμω («γόνυ πάλλεται γερόντων», Αριστοφ.)δ) (για πτηνά) κινώ τις πτέρυγες, πετώ («καὶ πέραν πόντοιο πάλλοντ' αἰετοί», Πίνδ.)8. φρ. α) «πάλλω κλήρους» ή, απλώς, «πάλλω» — κουνώ τους κλήρους έως ότου εκτιναχθεί ένας από αυτούςβ) «πάλλω τινὰ κλήρῳ» — αποφασίζω με κλήρο κάτι για κάποιονγ) «πάλλομαι καρδίαν» ή, απλώς, «πάλλομαι» — καρδιοχτυπώ, τρέμω, φοβάμαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Ενεστ. με επίθημα -jω, που ανάγεται πιθ. στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας τού πέλας* (πρβλ. πελάζω, πελεμίζω, πόλεμος) και αντιστοιχεί με λατ. pel-lο «σπρώχνω, κινούμαι». Η αναγωγή τού ρήματος σε ρίζα *pel- «ρέω, κολυμπώ» (πρβλ. πολύς, πίμπλημι) δεν φαίνεται πιθανή].
Dictionary of Greek. 2013.